Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμαρτύρομαι
ἐκμασάομαι
ἐκμάσσατο
ἐκμάσσω
ἐκμαστεύω
ἐκμαστιγόω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείλιξις
ἐκμειλίσσω
ἐκμείρομαι
ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
View word page
ἐκμελαίνομαι
to be darkened, grow dark

ShortDef

to be darkened, grow dark

Debugging

Headword:
ἐκμελαίνομαι
Headword (normalized):
ἐκμελαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εκμελαινομαι
IDX:
27563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27564
Key:

Data

{'content': 'to be darkened, grow dark'}