Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκεστήριος
ἀκεστής
ἀκεστίδες
ἀκεστικός
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκεστρίς
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
ἀκεσφορία
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέω
ἀκέω2
ἀκέων
ἀκή
ἀκή2
ἀκή3
View word page
ἀκέστωρ
a healer, saviour
ShortDef
a healer, saviour
Debugging
Headword:
ἀκέστωρ
Headword (normalized):
ἀκέστωρ
Headword (normalized/stripped):
ακεστωρ
IDX:
2755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2756
Key:
Data
{'content': 'a healer, saviour'}