Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμαργόομαι
ἐκμαρτυρέω
ἐκμαρτύρησις
ἐκμαρτυρία
ἐκμαρτύριον
ἐκμαρτύρομαι
ἐκμασάομαι
ἐκμάσσατο
ἐκμάσσω
ἐκμαστεύω
ἐκμαστιγόω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείλιξις
ἐκμειλίσσω
ἐκμείρομαι
ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
View word page
ἐκμαστιγόω
scourge

ShortDef

scourge

Debugging

Headword:
ἐκμαστιγόω
Headword (normalized):
ἐκμαστιγόω
Headword (normalized/stripped):
εκμαστιγοω
IDX:
27558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27559
Key:

Data

{'content': 'scourge'}