Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμαίνω
ἔκμακτος
ἔκμακτρον
ἐκμαλάσσω
ἐκμάλθαξις
ἐκμανής
ἐκμανθάνω
ἔκμαξις
ἐκμαραίνω
ἐκμαργόομαι
ἐκμαρτυρέω
ἐκμαρτύρησις
ἐκμαρτυρία
ἐκμαρτύριον
ἐκμαρτύρομαι
ἐκμασάομαι
ἐκμάσσατο
ἐκμάσσω
ἐκμαστεύω
ἐκμαστιγόω
ἐκμεθύσκω
View word page
ἐκμαρτυρέω
to bear witness to

ShortDef

to bear witness to

Debugging

Headword:
ἐκμαρτυρέω
Headword (normalized):
ἐκμαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
εκμαρτυρεω
IDX:
27549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27550
Key:

Data

{'content': 'to bear witness to'}