Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκλωβάομαι
ἐκλωπίζω
ἐκμαγεῖον
ἐκμαγεύω
ἔκμαγμα
ἐκμάθησις
ἐκμαιεύομαι
ἐκμαίνω
ἔκμακτος
ἔκμακτρον
ἐκμαλάσσω
ἐκμάλθαξις
ἐκμανής
ἐκμανθάνω
ἔκμαξις
ἐκμαραίνω
ἐκμαργόομαι
ἐκμαρτυρέω
ἐκμαρτύρησις
ἐκμαρτυρία
ἐκμαρτύριον
View word page
ἐκμαλάσσω
relax, weaken

ShortDef

relax, weaken

Debugging

Headword:
ἐκμαλάσσω
Headword (normalized):
ἐκμαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
εκμαλασσω
IDX:
27542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27543
Key:

Data

{'content': 'relax, weaken'}