Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
ἀκεστήριος
ἀκεστής
ἀκεστίδες
ἀκεστικός
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκεστρίς
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
ἀκεσφορία
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέω
ἀκέω2
ἀκέων
View word page
ἀκέστρια
a sempstress

ShortDef

a sempstress

Debugging

Headword:
ἀκέστρια
Headword (normalized):
ἀκέστρια
Headword (normalized/stripped):
ακεστρια
IDX:
2752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2753
Key:

Data

{'content': 'a sempstress'}