Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀκεσσαμενός
ἀκεσσίνοσος
ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
ἀκεστήριος
ἀκεστής
ἀκεστίδες
ἀκεστικός
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκεστρίς
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
ἀκεσφορία
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέω
View word page
ἀκεστός
curable
ShortDef
curable
Debugging
Headword:
ἀκεστός
Headword (normalized):
ἀκεστός
Headword (normalized/stripped):
ακεστος
IDX:
2750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2751
Key:
Data
{'content': 'curable'}