Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
ἀγάνωτος
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπατός
ἀγαπάω
View word page
ἄγανος
broken

ShortDef

broken

Debugging

Headword:
ἄγανος
Headword (normalized):
ἄγανος
Headword (normalized/stripped):
αγανος
IDX:
274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-275
Key:

Data

{'content': 'broken'}