Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκλειπτέον
ἐκλειπτικός
ἐκλείπω
ἐκλείχω
ἔκλειψις
ἐκλεκτέος
ἐκλεκτικός
ἐκλεκτός
ἐκλεκτόω
ἐκλελυμένως
ἔκλεμμα
ἔκλεξις
ἐκλέπισις
ἐκλεπρόω
ἔκλεπτος
ἐκλεπτύνω
ἐκλεπυρόω
ἐκλέπω
ἐκλευκαίνω
ἔκλευκος
ἐκλήγω
View word page
ἔκλεμμα
peel, rind

ShortDef

peel, rind

Debugging

Headword:
ἔκλεμμα
Headword (normalized):
ἔκλεμμα
Headword (normalized/stripped):
εκλεμμα
IDX:
27465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27466
Key:

Data

{'content': 'peel, rind'}