Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκλειόω
ἐκλειπία
ἐκλειπτέον
ἐκλειπτικός
ἐκλείπω
ἐκλείχω
ἔκλειψις
ἐκλεκτέος
ἐκλεκτικός
ἐκλεκτός
ἐκλεκτόω
ἐκλελυμένως
ἔκλεμμα
ἔκλεξις
ἐκλέπισις
ἐκλεπρόω
ἔκλεπτος
ἐκλεπτύνω
ἐκλεπυρόω
ἐκλέπω
ἐκλευκαίνω
View word page
ἐκλεκτόω
to be separated

ShortDef

to be separated

Debugging

Headword:
ἐκλεκτόω
Headword (normalized):
ἐκλεκτόω
Headword (normalized/stripped):
εκλεκτοω
IDX:
27463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27464
Key:

Data

{'content': 'to be separated'}