Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
ἀκεσμός
Ἀκεσσαμενός
ἀκεσσίνοσος
ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
ἀκεστήριος
ἀκεστής
ἀκεστίδες
ἀκεστικός
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκεστρίς
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
View word page
ἀκεστήριος
medicinal, healing

ShortDef

medicinal, healing

Debugging

Headword:
ἀκεστήριος
Headword (normalized):
ἀκεστήριος
Headword (normalized/stripped):
ακεστηριος
IDX:
2745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2746
Key:

Data

{'content': 'medicinal, healing'}