Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκλεασμός
ἐκλέγω
ἔκλειγμα
ἐκλειγματώδης
ἐκλεικτικός
ἐκλειοτριβέω
ἐκλειόω
ἐκλειπία
ἐκλειπτέον
ἐκλειπτικός
ἐκλείπω
ἐκλείχω
ἔκλειψις
ἐκλεκτέος
ἐκλεκτικός
ἐκλεκτός
ἐκλεκτόω
ἐκλελυμένως
ἔκλεμμα
ἔκλεξις
ἐκλέπισις
View word page
ἐκλείπω
to leave out, omit, pass over

ShortDef

to leave out, omit, pass over

Debugging

Headword:
ἐκλείπω
Headword (normalized):
ἐκλείπω
Headword (normalized/stripped):
εκλειπω
IDX:
27457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27458
Key:

Data

{'content': 'to leave out, omit, pass over'}