Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκλαπάζω
ἐκλάπτω
ἐκλατομέω
ἐκλαχαίνω
ἐκλαχανίζομαι
ἐκλεαίνω
ἐκλεασμός
ἐκλέγω
ἔκλειγμα
ἐκλειγματώδης
ἐκλεικτικός
ἐκλειοτριβέω
ἐκλειόω
ἐκλειπία
ἐκλειπτέον
ἐκλειπτικός
ἐκλείπω
ἐκλείχω
ἔκλειψις
ἐκλεκτέος
ἐκλεκτικός
View word page
ἐκλεικτικός
made into a lozenge

ShortDef

made into a lozenge

Debugging

Headword:
ἐκλεικτικός
Headword (normalized):
ἐκλεικτικός
Headword (normalized/stripped):
εκλεικτικος
IDX:
27451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27452
Key:

Data

{'content': 'made into a lozenge'}