Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκλαμβάνω
ἔκλαμπρος
ἐκλαμπρύνω
ἐκλάμπω
ἔκλαμψις
ἐκλανθάνω
ἐκλαπάζω
ἐκλάπτω
ἐκλατομέω
ἐκλαχαίνω
ἐκλαχανίζομαι
ἐκλεαίνω
ἐκλεασμός
ἐκλέγω
ἔκλειγμα
ἐκλειγματώδης
ἐκλεικτικός
ἐκλειοτριβέω
ἐκλειόω
ἐκλειπία
ἐκλειπτέον
View word page
ἐκλαχανίζομαι
cutvegetables

ShortDef

cutvegetables

Debugging

Headword:
ἐκλαχανίζομαι
Headword (normalized):
ἐκλαχανίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εκλαχανιζομαι
IDX:
27445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27446
Key:

Data

{'content': 'cutvegetables'}