Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκλάλησις
ἐκλαλητικός
ἐκλαμβάνω
ἔκλαμπρος
ἐκλαμπρύνω
ἐκλάμπω
ἔκλαμψις
ἐκλανθάνω
ἐκλαπάζω
ἐκλάπτω
ἐκλατομέω
ἐκλαχαίνω
ἐκλαχανίζομαι
ἐκλεαίνω
ἐκλεασμός
ἐκλέγω
ἔκλειγμα
ἐκλειγματώδης
ἐκλεικτικός
ἐκλειοτριβέω
ἐκλειόω
View word page
ἐκλατομέω
hew in stone
ShortDef
hew in stone
Debugging
Headword:
ἐκλατομέω
Headword (normalized):
ἐκλατομέω
Headword (normalized/stripped):
εκλατομεω
IDX:
27443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27444
Key:
Data
{'content': 'hew in stone'}