Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκωφόω
ἐκλαβή
ἐκλαγχάνω
ἐκλακτίζω
ἐκλάκτισμα
ἐκλαλέω
ἐκλάλησις
ἐκλαλητικός
ἐκλαμβάνω
ἔκλαμπρος
ἐκλαμπρύνω
ἐκλάμπω
ἔκλαμψις
ἐκλανθάνω
ἐκλαπάζω
ἐκλάπτω
ἐκλατομέω
ἐκλαχαίνω
ἐκλαχανίζομαι
ἐκλεαίνω
ἐκλεασμός
View word page
ἐκλαμπρύνω
polish up

ShortDef

polish up

Debugging

Headword:
ἐκλαμπρύνω
Headword (normalized):
ἐκλαμπρύνω
Headword (normalized/stripped):
εκλαμπρυνω
IDX:
27437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27438
Key:

Data

{'content': 'polish up'}