Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκέρωτος
ἀκεσίμβροτος
ἀκέσιμος
ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
ἀκεσμός
Ἀκεσσαμενός
ἀκεσσίνοσος
ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
ἀκεστήριος
ἀκεστής
ἀκεστίδες
ἀκεστικός
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
View word page
ἀκεσσίπονος
assuaging pain

ShortDef

assuaging pain

Debugging

Headword:
ἀκεσσίπονος
Headword (normalized):
ἀκεσσίπονος
Headword (normalized/stripped):
ακεσσιπονος
IDX:
2742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2743
Key:

Data

{'content': 'assuaging pain'}