Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκκρισις
ἐκκριτέον
ἐκκριτικός
ἔκκριτος
ἐκκροτέω
ἐκκρουνίζω
ἔκκρουσις
ἐκκρουσμός
ἐκκρουστικός
ἔκκρουστος
ἐκκρούω
ἐκκτυπέω
ἐκκυβεύω
ἐκκυβιστάω
ἐκκυέω
ἐκκυκλέω
ἐκκύκλημα
ἐκκυλίνδω
ἐκκυλίομαι
ἐκκυλιστός
ἐκκυμαίνω
View word page
ἐκκρούω
to knock out

ShortDef

to knock out

Debugging

Headword:
ἐκκρούω
Headword (normalized):
ἐκκρούω
Headword (normalized/stripped):
εκκρουω
IDX:
27403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27404
Key:

Data

{'content': 'to knock out'}