Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκρίνω
ἔκκρισις
ἐκκριτέον
ἐκκριτικός
ἔκκριτος
ἐκκροτέω
ἐκκρουνίζω
ἔκκρουσις
ἐκκρουσμός
ἐκκρουστικός
ἔκκρουστος
ἐκκρούω
ἐκκτυπέω
ἐκκυβεύω
ἐκκυβιστάω
ἐκκυέω
ἐκκυκλέω
ἐκκύκλημα
ἐκκυλίνδω
ἐκκυλίομαι
ἐκκυλιστός
View word page
ἔκκρουστος
beaten out, embossed

ShortDef

beaten out, embossed

Debugging

Headword:
ἔκκρουστος
Headword (normalized):
ἔκκρουστος
Headword (normalized/stripped):
εκκρουστος
IDX:
27402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27403
Key:

Data

{'content': 'beaten out, embossed'}