Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκερσεκόμης
ἄκερχνος
ἄκερως
ἀκέρωτος
ἀκεσίμβροτος
ἀκέσιμος
ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
ἀκεσμός
Ἀκεσσαμενός
ἀκεσσίνοσος
ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
ἀκεστήριος
ἀκεστής
ἀκεστίδες
ἀκεστικός
ἀκεστορία
View word page
ἀκεσμός
healing, cure
ShortDef
healing, cure
Debugging
Headword:
ἀκεσμός
Headword (normalized):
ἀκεσμός
Headword (normalized/stripped):
ακεσμος
IDX:
2739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2740
Key:
Data
{'content': 'healing, cure'}