Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκερσεκόμας
ἀκερσεκόμης
ἄκερχνος
ἄκερως
ἀκέρωτος
ἀκεσίμβροτος
ἀκέσιμος
ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
ἀκεσμός
Ἀκεσσαμενός
ἀκεσσίνοσος
ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
ἀκεστήριος
ἀκεστής
ἀκεστίδες
ἀκεστικός
View word page
ἀκέσμιος
curable

ShortDef

curable

Debugging

Headword:
ἀκέσμιος
Headword (normalized):
ἀκέσμιος
Headword (normalized/stripped):
ακεσμιος
IDX:
2738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2739
Key:

Data

{'content': 'curable'}