Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκερματία
ἀκερσεκόμας
ἀκερσεκόμης
ἄκερχνος
ἄκερως
ἀκέρωτος
ἀκεσίμβροτος
ἀκέσιμος
ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
ἀκεσμός
Ἀκεσσαμενός
ἀκεσσίνοσος
ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
ἀκεστήριος
ἀκεστής
ἀκεστίδες
View word page
ἄκεσμα
a remedy, cure
ShortDef
a remedy, cure
Debugging
Headword:
ἄκεσμα
Headword (normalized):
ἄκεσμα
Headword (normalized/stripped):
ακεσμα
IDX:
2737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2738
Key:
Data
{'content': 'a remedy, cure'}