Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
ἐκκοπή
ἔκκοπος
ἐκκοπρίζω
ἐκκοπρόω
ἐκκόπρωσις
ἐκκοπρωτικός
ἐκκοπτέον
ἐκκόπτης
ἐκκοπτικός
ἐκκόπτω
ἐκκορέω
ἐκκορίζω
ἐκκορυφόω
ἐκκοσμέω
ἐκκόσμησις
ἐκκοττίζω
ἐκκότυλος
ἐκκουφίζω
View word page
ἐκκόπτης
one who excises

ShortDef

one who excises

Debugging

Headword:
ἐκκόπτης
Headword (normalized):
ἐκκόπτης
Headword (normalized/stripped):
εκκοπτης
IDX:
27372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27373
Key:

Data

{'content': 'one who excises'}