Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμας
ἀκερσεκόμης
ἄκερχνος
ἄκερως
ἀκέρωτος
ἀκεσίμβροτος
ἀκέσιμος
ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
ἀκεσμός
Ἀκεσσαμενός
ἀκεσσίνοσος
ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
ἀκεστήριος
ἀκεστής
View word page
ἄκεσις
a healing, cure

ShortDef

a healing, cure

Debugging

Headword:
ἄκεσις
Headword (normalized):
ἄκεσις
Headword (normalized/stripped):
ακεσις
IDX:
2736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2737
Key:

Data

{'content': 'a healing, cure'}