Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
ἐκκοπή
ἔκκοπος
ἐκκοπρίζω
ἐκκοπρόω
ἐκκόπρωσις
ἐκκοπρωτικός
ἐκκοπτέον
ἐκκόπτης
ἐκκοπτικός
ἐκκόπτω
ἐκκορέω
ἐκκορίζω
View word page
ἔκκοπος
weary

ShortDef

weary

Debugging

Headword:
ἔκκοπος
Headword (normalized):
ἔκκοπος
Headword (normalized/stripped):
εκκοπος
IDX:
27366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27367
Key:

Data

{'content': 'weary'}