Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκόλαψις
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
ἐκκοπή
ἔκκοπος
ἐκκοπρίζω
ἐκκοπρόω
ἐκκόπρωσις
ἐκκοπρωτικός
ἐκκοπτέον
ἐκκόπτης
ἐκκοπτικός
ἐκκόπτω
ἐκκορέω
View word page
ἐκκοπή
a cutting out

ShortDef

a cutting out

Debugging

Headword:
ἐκκοπή
Headword (normalized):
ἐκκοπή
Headword (normalized/stripped):
εκκοπη
IDX:
27365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27366
Key:

Data

{'content': 'a cutting out'}