Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκόλαψις
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
ἐκκοπή
ἔκκοπος
ἐκκοπρίζω
ἐκκοπρόω
ἐκκόπρωσις
ἐκκοπρωτικός
ἐκκοπτέον
ἐκκόπτης
ἐκκοπτικός
View word page
ἐκκονίομαι
to be in the dust

ShortDef

to be in the dust

Debugging

Headword:
ἐκκονίομαι
Headword (normalized):
ἐκκονίομαι
Headword (normalized/stripped):
εκκονιομαι
IDX:
27363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27364
Key:

Data

{'content': 'to be in the dust'}