Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκοιτέω
ἐκκοιτία
ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκόλαψις
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
ἐκκοπή
ἔκκοπος
ἐκκοπρίζω
ἐκκοπρόω
ἐκκόπρωσις
ἐκκοπρωτικός
ἐκκοπτέον
View word page
ἐκκομπάζω
to boast loudly

ShortDef

to boast loudly

Debugging

Headword:
ἐκκομπάζω
Headword (normalized):
ἐκκομπάζω
Headword (normalized/stripped):
εκκομπαζω
IDX:
27361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27362
Key:

Data

{'content': 'to boast loudly'}