Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκκοιλίζω
ἔκκοιλος
ἐκκοιμάομαι
ἐκκοιτέω
ἐκκοιτία
ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκόλαψις
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
ἐκκοπή
ἔκκοπος
ἐκκοπρίζω
ἐκκοπρόω
View word page
ἐκκομίζω
to carry out
ShortDef
to carry out
Debugging
Headword:
ἐκκομίζω
Headword (normalized):
ἐκκομίζω
Headword (normalized/stripped):
εκκομιζω
IDX:
27358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27359
Key:
Data
{'content': 'to carry out'}