Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκκοιλαίνω
ἐκκοιλίζω
ἔκκοιλος
ἐκκοιμάομαι
ἐκκοιτέω
ἐκκοιτία
ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκόλαψις
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
ἐκκοπή
ἔκκοπος
ἐκκοπρίζω
View word page
ἐκκομιδή
a carrying out
ShortDef
a carrying out
Debugging
Headword:
ἐκκομιδή
Headword (normalized):
ἐκκομιδή
Headword (normalized/stripped):
εκκομιδη
IDX:
27357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27358
Key:
Data
{'content': 'a carrying out'}