Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκοδοάζω
ἐκκοδομεύω
ἐκκοιλαίνω
ἐκκοιλίζω
ἔκκοιλος
ἐκκοιμάομαι
ἐκκοιτέω
ἐκκοιτία
ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκόλαψις
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
ἐκκοπή
View word page
ἐκκόλαψις
breaking the shell

ShortDef

breaking the shell

Debugging

Headword:
ἐκκόλαψις
Headword (normalized):
ἐκκόλαψις
Headword (normalized/stripped):
εκκολαψις
IDX:
27355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27356
Key:

Data

{'content': 'breaking the shell'}