Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκκοβαλικεύομαι
ἐκκοδοάζω
ἐκκοδομεύω
ἐκκοιλαίνω
ἐκκοιλίζω
ἔκκοιλος
ἐκκοιμάομαι
ἐκκοιτέω
ἐκκοιτία
ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκόλαψις
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
ἐκκοπεύς
View word page
ἐκκολάπτω
to scrape out, obliterate
ShortDef
to scrape out, obliterate
Debugging
Headword:
ἐκκολάπτω
Headword (normalized):
ἐκκολάπτω
Headword (normalized/stripped):
εκκολαπτω
IDX:
27354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27355
Key:
Data
{'content': 'to scrape out, obliterate'}