Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκνημόω
ἐκκοβαλικεύομαι
ἐκκοδοάζω
ἐκκοδομεύω
ἐκκοιλαίνω
ἐκκοιλίζω
ἔκκοιλος
ἐκκοιμάομαι
ἐκκοιτέω
ἐκκοιτία
ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκόλαψις
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονίομαι
View word page
ἐκκοκκίζω
to take out the kernel

ShortDef

to take out the kernel

Debugging

Headword:
ἐκκοκκίζω
Headword (normalized):
ἐκκοκκίζω
Headword (normalized/stripped):
εκκοκκιζω
IDX:
27353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27354
Key:

Data

{'content': 'to take out the kernel'}