Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμας
ἀκερσεκόμης
ἄκερχνος
ἄκερως
ἀκέρωτος
ἀκεσίμβροτος
ἀκέσιμος
ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
ἀκεσμός
Ἀκεσσαμενός
ἀκεσσίνοσος
ἀκεσσίπονος
ἀκεστήρ
ἀκεστήριον
View word page
ἀκέσιμος
wholesome, healing

ShortDef

wholesome, healing

Debugging

Headword:
ἀκέσιμος
Headword (normalized):
ἀκέσιμος
Headword (normalized/stripped):
ακεσιμος
IDX:
2734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2735
Key:

Data

{'content': 'wholesome, healing'}