Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκλητεύω
ἐκκλητής
ἐκκλητικός
ἔκκλητος
ἔκκλιμα
ἐκκλιμακίζω
ἐκκλινής
ἐκκλίνω
ἔκκλισις
ἐκκλιτέον
ἐκκλίτης
ἐκκλιτικός
ἐκκλιτός
ἐκκλύζω
ἔκκλυσμα
ἔκκλυστος
ἐκκλύω
ἐκκναίω
ἐκκνάω
ἐκκνημόω
ἐκκοβαλικεύομαι
View word page
ἐκκλίτης
shirker

ShortDef

shirker

Debugging

Headword:
ἐκκλίτης
Headword (normalized):
ἐκκλίτης
Headword (normalized/stripped):
εκκλιτης
IDX:
27334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27335
Key:

Data

{'content': 'shirker'}