Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκλησιαστικός
ἐκκλησιέκδικος
ἔκκλησις
ἐκκλητεύω
ἐκκλητής
ἐκκλητικός
ἔκκλητος
ἔκκλιμα
ἐκκλιμακίζω
ἐκκλινής
ἐκκλίνω
ἔκκλισις
ἐκκλιτέον
ἐκκλίτης
ἐκκλιτικός
ἐκκλιτός
ἐκκλύζω
ἔκκλυσμα
ἔκκλυστος
ἐκκλύω
ἐκκναίω
View word page
ἐκκλίνω
to bend out of the regular line

ShortDef

to bend out of the regular line

Debugging

Headword:
ἐκκλίνω
Headword (normalized):
ἐκκλίνω
Headword (normalized/stripped):
εκκλινω
IDX:
27331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27332
Key:

Data

{'content': 'to bend out of the regular line'}