Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκλείω
ἐκκλέπτω
ἔκκλημα
ἐκκληματόομαι
ἔκκληρος
ἐκκλησία
ἐκκλησιάζω
ἐκκλησιασμός
ἐκκλησιαστήριον
ἐκκλησιαστής
ἐκκλησιαστικός
ἐκκλησιέκδικος
ἔκκλησις
ἐκκλητεύω
ἐκκλητής
ἐκκλητικός
ἔκκλητος
ἔκκλιμα
ἐκκλιμακίζω
ἐκκλινής
ἐκκλίνω
View word page
ἐκκλησιαστικός
of or for the ἐκκλησία, assembly

ShortDef

of or for the ἐκκλησία, assembly

Debugging

Headword:
ἐκκλησιαστικός
Headword (normalized):
ἐκκλησιαστικός
Headword (normalized/stripped):
εκκλησιαστικος
IDX:
27321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27322
Key:

Data

{'content': 'of or for the ἐκκλησία, assembly'}