Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκλάω
ἐκκλείω
ἐκκλέπτω
ἔκκλημα
ἐκκληματόομαι
ἔκκληρος
ἐκκλησία
ἐκκλησιάζω
ἐκκλησιασμός
ἐκκλησιαστήριον
ἐκκλησιαστής
ἐκκλησιαστικός
ἐκκλησιέκδικος
ἔκκλησις
ἐκκλητεύω
ἐκκλητής
ἐκκλητικός
ἔκκλητος
ἔκκλιμα
ἐκκλιμακίζω
ἐκκλινής
View word page
ἐκκλησιαστής
a member of the ἐκκλησία

ShortDef

a member of the ἐκκλησία

Debugging

Headword:
ἐκκλησιαστής
Headword (normalized):
ἐκκλησιαστής
Headword (normalized/stripped):
εκκλησιαστης
IDX:
27320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27321
Key:

Data

{'content': 'a member of the ἐκκλησία'}