Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκλάζω
ἐκκλαστρίδιον
ἐκκλάω
ἐκκλείω
ἐκκλέπτω
ἔκκλημα
ἐκκληματόομαι
ἔκκληρος
ἐκκλησία
ἐκκλησιάζω
ἐκκλησιασμός
ἐκκλησιαστήριον
ἐκκλησιαστής
ἐκκλησιαστικός
ἐκκλησιέκδικος
ἔκκλησις
ἐκκλητεύω
ἐκκλητής
ἐκκλητικός
ἔκκλητος
ἔκκλιμα
View word page
ἐκκλησιασμός
the holding an ἐκκλησία

ShortDef

the holding an ἐκκλησία

Debugging

Headword:
ἐκκλησιασμός
Headword (normalized):
ἐκκλησιασμός
Headword (normalized/stripped):
εκκλησιασμος
IDX:
27318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27319
Key:

Data

{'content': 'the holding an ἐκκλησία'}