Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρατος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμας
ἀκερσεκόμης
ἄκερχνος
ἄκερως
ἀκέρωτος
ἀκεσίμβροτος
ἀκέσιμος
ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
ἀκεσμός
View word page
ἀκερσεκόμης
with unshorn hair

ShortDef

with unshorn hair

Debugging

Headword:
ἀκερσεκόμης
Headword (normalized):
ἀκερσεκόμης
Headword (normalized/stripped):
ακερσεκομης
IDX:
2729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2730
Key:

Data

{'content': 'with unshorn hair'}