Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκέλευθος
ἐκκενόω
ἐκκεντέω
ἐκκεντρεπίκυκλος
ἔκκεντρος
ἐκκεντρότης
ἐκκενωτέον
ἐκκεραΐζω
ἐκκεράννυμι
ἐκκερδαίνω
ἐκκεχυμένως
ἐκκηλέω
ἐκκηραίνω
ἐκκηριόω
ἐκκηρυγμός
ἐκκήρυκτος
ἐκκηρύσσω
ἐκκινέω
ἐκκιρρόω
ἐκκίω
ἐκκλάζω
View word page
ἐκκεχυμένως
profusely

ShortDef

profusely

Debugging

Headword:
ἐκκεχυμένως
Headword (normalized):
ἐκκεχυμένως
Headword (normalized/stripped):
εκκεχυμενως
IDX:
27298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27299
Key:

Data

{'content': 'profusely'}