Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκείρω
ἐκκέλευθος
ἐκκενόω
ἐκκεντέω
ἐκκεντρεπίκυκλος
ἔκκεντρος
ἐκκεντρότης
ἐκκενωτέον
ἐκκεραΐζω
ἐκκεράννυμι
ἐκκερδαίνω
ἐκκεχυμένως
ἐκκηλέω
ἐκκηραίνω
ἐκκηριόω
ἐκκηρυγμός
ἐκκήρυκτος
ἐκκηρύσσω
ἐκκινέω
ἐκκιρρόω
ἐκκίω
View word page
ἐκκερδαίνω
make a profit

ShortDef

make a profit

Debugging

Headword:
ἐκκερδαίνω
Headword (normalized):
ἐκκερδαίνω
Headword (normalized/stripped):
εκκερδαινω
IDX:
27297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27298
Key:

Data

{'content': 'make a profit'}