Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκαυστικός
ἐκκαυχάομαι
ἐκκαχλάζω
ἐκκαχρύζω
ἐκκεδάννυμι
ἔκκειμαι
ἐκκειμένως
ἐκκείρω
ἐκκέλευθος
ἐκκενόω
ἐκκεντέω
ἐκκεντρεπίκυκλος
ἔκκεντρος
ἐκκεντρότης
ἐκκενωτέον
ἐκκεραΐζω
ἐκκεράννυμι
ἐκκερδαίνω
ἐκκεχυμένως
ἐκκηλέω
ἐκκηραίνω
View word page
ἐκκεντέω
prick out, put out

ShortDef

prick out, put out

Debugging

Headword:
ἐκκεντέω
Headword (normalized):
ἐκκεντέω
Headword (normalized/stripped):
εκκεντεω
IDX:
27290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27291
Key:

Data

{'content': 'prick out, put out'}