Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκκαυσις
ἐκκαυστικός
ἐκκαυχάομαι
ἐκκαχλάζω
ἐκκαχρύζω
ἐκκεδάννυμι
ἔκκειμαι
ἐκκειμένως
ἐκκείρω
ἐκκέλευθος
ἐκκενόω
ἐκκεντέω
ἐκκεντρεπίκυκλος
ἔκκεντρος
ἐκκεντρότης
ἐκκενωτέον
ἐκκεραΐζω
ἐκκεράννυμι
ἐκκερδαίνω
ἐκκεχυμένως
ἐκκηλέω
View word page
ἐκκενόω
to empty out, leave desolate
ShortDef
to empty out, leave desolate
Debugging
Headword:
ἐκκενόω
Headword (normalized):
ἐκκενόω
Headword (normalized/stripped):
εκκενοω
IDX:
27289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27290
Key:
Data
{'content': 'to empty out, leave desolate'}