Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκεραιοσύνη
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρατος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμας
ἀκερσεκόμης
ἄκερχνος
ἄκερως
ἀκέρωτος
ἀκεσίμβροτος
ἀκέσιμος
ἀκέσιος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκέσμιος
View word page
ἀκερσεκόμας
with unshorn hair

ShortDef

with unshorn hair

Debugging

Headword:
ἀκερσεκόμας
Headword (normalized):
ἀκερσεκόμας
Headword (normalized/stripped):
ακερσεκομας
IDX:
2728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2729
Key:

Data

{'content': 'with unshorn hair'}