Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκατεφάλλομαι
ἐκκαυλέω
ἐκκαύλημα
ἐκκαύλησις
ἐκκαυλίζω
ἔκκαυμα
ἔκκαυσις
ἐκκαυστικός
ἐκκαυχάομαι
ἐκκαχλάζω
ἐκκαχρύζω
ἐκκεδάννυμι
ἔκκειμαι
ἐκκειμένως
ἐκκείρω
ἐκκέλευθος
ἐκκενόω
ἐκκεντέω
ἐκκεντρεπίκυκλος
ἔκκεντρος
ἐκκεντρότης
View word page
ἐκκαχρύζω
'pearl' barley

ShortDef

'pearl' barley

Debugging

Headword:
ἐκκαχρύζω
Headword (normalized):
ἐκκαχρύζω
Headword (normalized/stripped):
εκκαχρυζω
IDX:
27283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27284
Key:

Data

{'content': "'pearl' barley"}