Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκκατεῖδον
ἐκκατεφάλλομαι
ἐκκαυλέω
ἐκκαύλημα
ἐκκαύλησις
ἐκκαυλίζω
ἔκκαυμα
ἔκκαυσις
ἐκκαυστικός
ἐκκαυχάομαι
ἐκκαχλάζω
ἐκκαχρύζω
ἐκκεδάννυμι
ἔκκειμαι
ἐκκειμένως
ἐκκείρω
ἐκκέλευθος
ἐκκενόω
ἐκκεντέω
ἐκκεντρεπίκυκλος
ἔκκεντρος
View word page
ἐκκαχλάζω
break, plash
ShortDef
break, plash
Debugging
Headword:
ἐκκαχλάζω
Headword (normalized):
ἐκκαχλάζω
Headword (normalized/stripped):
εκκαχλαζω
IDX:
27282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27283
Key:
Data
{'content': 'break, plash'}