Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκκαλλύνω
ἐκκάλυμμα
ἐκκαλυπτικός
ἐκκαλύπτω
ἐκκάμνω
ἐκκανάσσω
ἐκκαπηλεύω
ἐκκαπνίζομαι
ἐκκαρδιόω
ἐκκαρπέω
ἐκκάρπησις
ἐκκαρπίζομαι
ἐκκαρπόομαι
ἐκκαρυκεύω
ἐκκαταπάλλω
ἐκκαταράσσω
ἐκκατεῖδον
ἐκκατεφάλλομαι
ἐκκαυλέω
ἐκκαύλημα
ἐκκαύλησις
View word page
ἐκκάρπησις
growing to seed
ShortDef
growing to seed
Debugging
Headword:
ἐκκάρπησις
Headword (normalized):
ἐκκάρπησις
Headword (normalized/stripped):
εκκαρπησις
IDX:
27266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27267
Key:
Data
{'content': 'growing to seed'}