Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκκακέω
ἐκκαλαμάομαι
ἐκκαλέω
ἐκκαλλύνω
ἐκκάλυμμα
ἐκκαλυπτικός
ἐκκαλύπτω
ἐκκάμνω
ἐκκανάσσω
ἐκκαπηλεύω
ἐκκαπνίζομαι
ἐκκαρδιόω
ἐκκαρπέω
ἐκκάρπησις
ἐκκαρπίζομαι
ἐκκαρπόομαι
ἐκκαρυκεύω
ἐκκαταπάλλω
ἐκκαταράσσω
ἐκκατεῖδον
ἐκκατεφάλλομαι
View word page
ἐκκαπνίζομαι
evaporate in smoke

ShortDef

evaporate in smoke

Debugging

Headword:
ἐκκαπνίζομαι
Headword (normalized):
ἐκκαπνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εκκαπνιζομαι
IDX:
27263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27264
Key:

Data

{'content': 'evaporate in smoke'}