Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιοσύνη
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρατος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμας
ἀκερσεκόμης
ἄκερχνος
View word page
ἀκέραστος
unmixed, pure

ShortDef

unmixed, pure

Debugging

Headword:
ἀκέραστος
Headword (normalized):
ἀκέραστος
Headword (normalized/stripped):
ακεραστος
IDX:
2720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2721
Key:

Data

{'content': 'unmixed, pure'}